unbefangen - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unbefangen - translation to Αγγλικά


unbefangen      
uninhibited, unhindered, natural; impartial, unbiased, objective, unprejudiced
embarrassedly      
adv. verlegen, befangen
self-conscious         
  • Svetlana reflects herself in the [[mirror]] (painting by [[Karl Briullov]], 1836).
ACUTE SENSE OF SELF-AWARENESS; PREOCCUPATION WITH ONESELF
Self-conscious; Self consciousness; Selfconsciousness; Self conscious; Selfconscious; Selfconsciously; Self-consciously; Self consciously
unsicher, gehemmt, befangen
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για unbefangen
1. Ausländische Besucher könnten unbefangen jedes Spiel besuchen.
2. Er erklärt seine politische Vorliebe so unbefangen und natürlich wie die Regeln eines neuen Computerspiels.
3. Die Verteidiger sehen es als nicht mehr gewährleistet an, dass die ehrenamtlichen Schöffen noch unbefangen urteilen können.
4. Unbefangen erfindet sich Frears seine Welt der Royals, ohne sie zur Karikatur verkommen zu lassen.
5. Man kann sich also unbefangen für das eine oder für das andere entscheiden.